Σύνταξη :
Σπύρος Φίλης
Γαστρεντερολόγος - Ηπατολόγος
Επιστημονικός Συνεργάτης MediDiatrofi
Το λιπώδες ήπαρ είναι μία νόσος
πολύ συνηθισμένη τα τελευταία χρόνια στην καθημερινή κλινική πράξη και ορίζεται
ως η παθολογική συγκέντρωση λίπους στα ηπατοκύτταρα. Η κλινική της σημασία
ωστόσο άρχισε να αξιολογείται την τελευταία δεκαετία όταν και διαπιστώθηκε ότι
έχει σχέση με το μεταβολικό σύνδρομο και την πιθανότητα εξέλιξης σε κίρρωση
ήπατος και ηπατοκυτταρικό καρκίνο.
Η παθολογική συγκέντρωση λίπους στα
ηπατοκύτταρα με συνοδό φλεγμονή αποτελούσαν χαρακτηριστικές βλάβες της
αλκοολικής στεατοηπατίτιδας μέχρι το 1980, όταν οι Ludwig και συνεργάτες στη Mayo Clinic
διαπίστωσαν ότι ανάλογες βλάβες ανευρέθησαν σε μη πότες, που ήταν όμως
παχύσαρκοι ή γυναίκες με διαβήτη ή άτομα με υπερτριγλυκεριδαιμία ή συνδυασμό.
Αρχικά χαρακτηρίστηκε ως ‘μη αλκοολικό λιπώδες ήπαρ’ (NAFL) ενώ σήμερα έχει αντικατασταθεί από τον όρο ‘μη
αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος’ (NAFLD)
και περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα αλλοιώσεων, από πλήρη απουσία φλεγμονής έως
βαριά φλεγμονή ή/και κίρρωση που μπορεί να οδηγήσει σε ηπατική ανεπάρκεια ή
ηπατοκυτταρικό καρκίνο.
Η συχνότητα της μη αλκοολικής λιπώδους
νόσου του ήπατος ποικίλει ανάλογα με τον πληθυσμό που ελέγχεται και τα κριτήρια
διάγνωσης. Η εκτίμηση είναι όμως ότι ανευρίσκεται στο 15-20% των ατόμων που
υποβάλλονται σε προληπτικές εξετάσεις, ενώ αυξάνεται με την ηλικία και την
ύπαρξη παχυσαρκίας ή διαβήτη.
Οι ασθενείς με μη αλκοολική λιπώδη νόσο
του ήπατος συνήθως δεν έχουν συμπτώματα και ο λόγος επίσκεψης στον ιατρό είναι
η τυχαία ανεύρεση λιπώδους διήθησης του ήπατος σε υπερηχογράφημα ή η αύξηση των
τρανσαμινασών σε εργαστηριακό έλεγχο. Το ιστορικό, η κλινική εξέταση και ένας
εκτενής εργαστηριακός έλεγχος θα οδηγήσει στον αποκλεισμό άλλης ηπατικής νόσου
και στη διάγνωση της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος. Η μελέτη της
νόσου ωστόσο δυσχεραίνεται από το γεγονός ότι η ακριβής διάγνωση τεκμηριώνεται
μόνο με βιοψία ήπατος.
Τα συμπτώματα όπως αναφέρθηκε είναι σπάνια
και μπορεί να περιλαμβάνουν βάρος στο δεξιό υποχόνδριο, αίσθημα κόπωσης και
κνησμό. Τα συνήθη χαρακτηριστικά της κλινικής εξέτασης είναι ηπατομεγαλία
(30%), παχυσαρκία (ΒΜ1>30) στο 30% και η περίμετρος μέσης (άνδρες > 102cm / γυναίκες > 88 cm ).
Οι απαραίτητες εργαστηριακές εξετάσεις, οι
οποίες μπορεί να είναι αυξημένες, είναι οι τρανσαμινάσες, η χοληστερόλη HDL, τα τριγλυκερίδια, η γλυκόζη νηστείας και η καμπύλη
σακχάρου, ενώ οι απεικονιστικές εξετάσεις είναι το υπερηχογράφημα, η αξονική
τομογραφία και η μαγνητική τομογραφία. Η ακριβής διάγνωση όμως πραγματοποιείται
μόνο με βιοψία ήπατος.
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν δημοσιευμένα
αποτελέσματα μεγάλων μελετών για τη θεραπεία της νόσου, συνεπώς οι οδηγίες
επικεντρώνονται στην αντιμετώπιση των επιμέρους παραγόντων κινδύνου
(παχυσαρκία, διαβήτης κ.τ.λ.). Πρώτης γραμμής αντιμετώπιση αποτελεί η αλλαγή
του τρόπου ζωής με τροποποίηση της διατροφής, την ελάττωση του σωματικού βάρους
και την αύξηση της σωματικής αύξησης.
http://healthnet.al/index.php/mnu-medicine/106-cat-health-digestive/525-lipwdes-ipar
http://healthnet.al/index.php/mnu-medicine/106-cat-health-digestive/525-lipwdes-ipar